- ἀκτερέϊστος
- ἀκτερ-έϊστος, ον,A unhallowed by funeral rites, AP7.564.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακτερέιστος — ἀκτερέιστος, ον (Α) [κτερεΐζω] ο ακτέριστος … Dictionary of Greek